Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκέπανον — covering neut nom/voc/acc sg σκέπανος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπανον — τὸ, Α σκέπασμα, κάλυμμα («πῑλον κεφαλᾱς... σκέπανον», Λεωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω + επίθημα ανον (πρβλ. ξό ανον, πλόκ ανον)] … Dictionary of Greek